μονονουχί
Look at other dictionaries:
μονονουχί — και μόνον οὐχί και μονονού(κ) και μόνον οὐ(κ) (Α) σχεδόν, μόνο που δεν... («καὶ μόνον οὐ τὴν Ἀττικήν ὑμῶν περιῄρηνται», Δημ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. μόνον + αρνητικό μόριο οὐχί /οὐ] … Dictionary of Greek
μονονουχί — μονονού indeclform (adverb) μονονυχί in a single night indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκλύζω — Α 1. κατακλύζω 2. καλύπτω με κύματα 3. εκχειλίζω 4. προσβάλλω κάποιον, ορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 5. (κυριολ. και μτφ.) πλημμυρίζω («τοῑς ὄμμασι τοῡ κάλλους μονονουχί προσκλύζοντος», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κλύζω «περιβρέχω,… … Dictionary of Greek